Δημοσιεύτηκε: Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2023
Η αυτεξούσια φύση του ανθρώπου εκδηλώνει την αυτεξουσιότητά της με την εκούσια άσκηση, περιεχόμενο της οποίας είναι (για τους Χριστιανούς)οι εντολές του Χριστού και η εμπειρική διδασκαλία των Αγίων, για τους ετεροθρήσκους τα δικά τους ιερά βιβλία και για τους αθέους οι ιδεολογίες ή τα φιλοσοφικά ρεύματα που ελκύουν το ενδιαφέρον τους.
Σαν «έτερον γένος», ως προς την ασκητική του αυτεξουσίου, μπορεί να χαρακτηρίση κανείς τους οπαδούς της σύγχρονης δυτικοευρωπαικής κουλτούρας, οι οποίοι έχουν αποβάλει τελείως την άσκηση του αυτεξουσίου από τις περί του ποιος είναι ψυχικά και κοινωνικά υγιής άνθρωπος αντιλήψεις τους, θεωρώντας ως ελευθερία την υποταγή σε ποικίλες άλογες ορμέμφυτες κινήσεις ή «παραλόγοις πάθεσι».
Στην εποχή που εμφανίσθηκε στον κόσμο η Εκκλησία του Χριστού θεωρήθηκε ως κάτι το διαφορετικό από την τότε κρατούσα θρησκευτική κατάσταση, η οποία χαρακτηριζόταν από δύο γένη· το γένος των Εβραίων και το γένος των Ελλήνων, των ειδωλολατρών. Η Εκκλησία ήταν το «άλλο» ή το «τρίτο γένος». Η διαφορά από την τωρινή κατάσταση είναι ότι η Εκκλησία τότε διώχθηκε και από τα δύο γένη, και από τους Εβραίους και από τους εθνικούς (ειδωλολάτρες). Η προς Διόγνητον Επιστολή χαρακτηριστικά γράφει για τα μέλη της Εκκλησίας: «Υπό Ιουδαίων ως αλλόφυλοι πολεμούνται, και υπό Ελλήνων διώκονται, και την αιτίαν της έχθρας ειπείν οι μισούντες ουκ έχουσι». Σε άλλο σημείο όμως ο συγγραφέας της επιστολής γράφει ποια ήταν η αιτία του μίσους, την οποία δεν ομολογούσαν οι μισούντες. Χαρακτηρίζει τους Χριστιανούς ως την ψυχή του κόσμου και, όπως η σάρκα μισεί την ψυχή και την πολεμά, χωρίς να αδικείται σε τίποτε από αυτήν, «μισεί και Χριστιανούς ο κόσμος μηδέν αδικούμενος, ότι ταίς ηδοναίς αντιτάσσονται». Η εν Χριστώ ζωή, που αντιτασσόταν στο σαρκικό φρόνημα, ξεσήκωνε το μίσος των σαρκικών ανθρώπων.
Στις μέρες μας, το «έτερον γένος» της σύγχρονης δυτικοευρωπαικής κοσμοαντίληψης δεν διώκεται, όπως ο Χριστιανισμός, όταν μπήκε σωστικά στην ιστορία της γης, αλλά μάλλον διώκει. Για το «έτερον γένος» του δυτικοευρωπαικού κοινωνικού φιλελευθερισμού, ο,τι και όποιος «ταίς ηδοναίς αντιτάσσεται» και ομολογεί δημοσίως την αντίθεσή του, ούτε λίγο ούτε πολύ είναι «επικατάρατος» σκοταδιστής, ακόμη και εμφορούμενος από το πνεύμα του κοινωνικού ρατσισμού• και ας μιλά με πολλή αγάπη και πραγματικό ενδιαφέρον για τους «δεδουλωμένους τοις πάθεσι», ως ομοιοπαθής άνθρωπος, που έμαθε όμως ποια είναι η οδός της ανακαίνισης της «καταφθαρείσης των ανθρώπων φύσεως». Η καταφθορά, στην σύγχρονη δυτικοευρωπαική κουλτούρα, γίνεται αποδεκτή ως υγεία. Ο οποιοσδήποτε λόγος για την ιατρεία των παθών, την θεραπεία των ψυχικών και πνευματικών αρρωστημάτων αντιμετωπίζεται ως έκφραση ψυχικής και κοινωνικής ασθένειας.
Οι δυτικοευρωπαικές πολιτικές ελίτ με όχημα τις απόψεις της λεγόμενης «πολιτικής ορθότητας», έχουν κατασκευάσει και κατασκευάζουν πλέγματα νόμων, οι οποίοι, σαν τους νόμους του Ρωμαικού Κράτους που οδηγούσαν τους Χριστιανούς στον θάνατο ή σαν την φαρισαική ανάγνωση του Μωσαικού Νόμου, που οδήγησε τον Χριστό στον Σταυρό, και αυτοί, λιγότερο άγριοι, οδηγούν τους «αντιφρονούντες» στην κοινωνική απαξίωση και σε κάποιες περιπτώσεις στα σίδερα της φυλακής.
Και το μέγα πρόβλημα βρίσκεται στο ότι η δυτικοευρωπαική κοινοβουλευτική δημοκρατία, με την ποικιλία των μορφών της, είναι το καλύτερο ανθρώπινο πολίτευμα που επινόησε ο πεπτωκώς άνθρωπος. Είναι όμως και το πιο ευαίσθητο. Επηρεάζεται από φιλοσοφικές και θρησκευτικές απόψεις που διαμορφώνουν το υπόβαθρό του, οι οποίες δεν βοηθούν πάντα την ζωή του ανθρώπου. Δεν τον βοηθούν να ζη και να εξελίσσεται κατά τον λόγο της υπάρξεώς του, κατά το δημιουργικό θέλημα του Θεού. Για την νομοθεσία της Ευρώπης δεν υπάρχει πλέον ο Θεός, έχει αποβληθή ο Χριστός, οπότε δεν υπάρχει πρότυπο υγιούς ανθρώπου και συνακόλουθα δεν υπάρχει μέθοδος ομοιώσεως με το υγιές πρότυπο του ανθρώπου, που για τα μέλη της Εκκλησίας είναι ο Χριστός.
Στην Ευρώπη υπάρχει μόνον ελευθερία ως μια ιδεολογική αρχή, η οποία συνδέεται με την ισότητα όλων των ανθρώπων. Αυτή η ιδεολογική αρχή, αγνοώντας την τρεπτή φύση των ανθρώπων, η οποία έχει ανάγκη από νόμιμη άσκηση για την θεραπεία των παθών, εμποτίζει σταδιακά όλες τις ευρωπαικές νομοθεσίες.
Υπάρχει, με αγαθή πρόθεση, μια αντιστροφή των πραγμάτων. Το τέλος του δρόμου θεωρείται αρχή. Ο αγώνας για να γίνη ο άνθρωπος εν Χριστώ ελεύθερος παραθεωρείται και η ελευθερία γίνεται ιδεολογικό θεμέλιο της Δημοκρατίας, χωρίς τις προϋποθέσεις της. Οι ρίζες αυτής της αντιστροφής μπορούν να εντοπισθούν μέσα στην προτεσταντική λουθηρανική θεολογία. Σ’ αυτήν την θεολογία κυριαρχεί ένας αντινομισμός, που δεν βοηθά τον άνθρωπο να απελευθερωθή από τις εξαρτήσεις του. Γίνεται λόγος για την αγάπη και την ελευθερία, χωρίς τις ασκητικές προϋποθέσεις τους. Θα αναφέρουμε κάποιες σχετικές παρατηρήσεις του π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, από την κριτική που ασκεί στο έργο ενός Σουηδού Λουθηρανού θεολόγου, του Άντερς Νίγκρεν, που είχε τίτλο «Αγάπη και Έρως».
Ο Νίγκρεν ισχυριζόταν ότι «δεν θα μπορούσαμε ποτέ να ανακαλύψουμε τη φύση της Αγάπης, της αγάπης με τη Χριστιανική έννοια, αν δεν είχαμε τίποτε άλλο να μας καθοδηγήσει παρά μόνο τη διπλή εντολή [«αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου.... και τον πλησίον σου ως εαυτόν»]. Δεν είναι η εντολή που εξηγεί την Ιδέα της Αγάπης, αλλά η επίγνωση της Χριστιανικής έννοιας της Αγάπης που μας βοηθά να συλλάβουμε τη Χριστιανική σημασία της εντολής. Πρέπει, επομένως, να αναζητήσουμε μια άλλη αφετηρία». Ο Φλωρόφσκυ σχολιάζει ότι αυτή είναι μια παράξενη θέση για έναν που δέχεται ως μόνη πηγή της πίστεως την Αγία Γραφή, όπως οι Προτεστάντες. Η θέση του Νίγκρεν δεν είναι ότι στεκόμαστε μόνον στην Αγία Γραφή, αλλά ότι η Αγία Γραφή πρέπει να ερμηνευτή, όχι όμως με μια ερμηνεία που προέρχεται «από την μήτρα του πρώτου Χριστιανισμού», αλλά από μια ερμηνεία του 16ου αιώνα, την ερμηνεία του Λουθήρου. Σχηματοποιεί μια άποψη για την αγάπη, ως την χριστιανική έννοια της αγάπης και με βάση αυτήν ερμηνεύει την εντολή της Αγίας Γραφής.
Ο Νίγκρεν σε αυτήν την συνάφεια ισχυρίζεται ότι «η Αγάπη δεν μπορεί ποτέ να είναι αφεαυτής προφανής, αυταπόδεικτη». Και ο π. Γ. Φλωρόφσκυ σχολιάζει ότι προβάλλοντας έναν τέτοιο ισχυρισμό «έχει αποκλείσει κάθε δυνατότητα από τους ακροατές του Κυρίου μας να καταλαβαίνουν οποιαδήποτε ομιλία στην οποία ο Κύριός μας χρησιμοποιεί τον όρο “ Αγάπη”».
Η εντολή απευθύνεται στον άνθρωπο και τον προτρέπει να κινητοποιήση την θέλησή του, όλο τον εαυτό του, στην άσκηση της υπακοής στην ευαγγελική εντολή, η οποία περιγράφει τον υγιή κατά Χριστόν άνθρωπο. Χωρίς την κινητοποίηση της θέλησης του ανθρώπου δεν υπάρχει κανένας πνευματικός καρπός, κανένα αποτέλεσμα. Η άσκηση προϋποθέτει πίστη στο πρότυπο προς το οποίο θέλει να ομοιωθή ο άνθρωπος. Για τον Λούθηρο και τον Νίγκρεν που τον ακολουθεί, τα πάντα τα κάνει ο Θεός. Ο άνθρωπος δεν συμμετέχει στην σωτηρία του. Η άσκηση δεν έχει θέση στις θεολογίες τους. Ο π. Γ. Φλωρόφσκυ, παρατηρεί: «Ο Nygren θεωρεί κάθε συμμετοχή του ανθρώπου στη σωτηρία του, κάθε κίνηση της ανθρώπινης θέλησης και ψυχής προς το Θεό, ως ειδωλολατρική διαστροφή της Αγάπης, ως “Έρωτα”. Και αυτή η στάση, αυτή η θεολογική προοπτική θα αποβεί κατ’ ουσίαν το αποφασιστικό σημείο για την απόρριψη του μοναχισμού και άλλων μορφών ασκητισμού και πνευματικότητας τόσο οικείων στη Χριστιανική Εκκλησία από τα πρώτα της ήδη βήματα».
Η απόρριψη της ευαγγελικής άσκησης από τους Προτεστάντες οφειλόταν στην άποψή τους ότι όλα τα κάνει ο Θεός. Κάθε κίνηση της ανθρώπινης θέλησης και της ψυχής προς τον Θεό την θεωρούσαν ειδωλολατρική διαστροφή. Οι απόψεις αυτές εμπότισαν τις συνειδήσεις εκατομμυρίων Ευρωπαίων. Και τώρα που η Ευρώπη (μετά από την εμπειρία θρησκευτικών πολέμων και της καταπίεσης από αιρετικές θεολογίες) απομακρύνθηκε από τον Θεό και απέβαλε την χριστιανική της ταυτότητα, κράτησε την απόρριψη της άσκησης του αυτεξουσίου και σχηματοποίησε μια ιδέα της ελευθερίας, χωρίς προϋποθέσεις, χωρίς εξάρτησή της από την αλήθεια, αφού αλήθεια χωρίς Θεό δεν υπάρχει, αλλά όλα είναι σχετικά, όλα αναθεωρούνται, όλα αναδιατυπώνονται, απορρίπτονται και ξανά υιοθετούνται, κατά τους καιρούς και τις επιθυμίες των ανθρώπων.
Για την Ευρώπη της σήμερον δεν υπάρχει καμμιά οδός προς κάποιον ύψιστο σκοπό. Όλοι οι στόχοι της έρπουν πάνω στο χώμα. Το θέμα είναι να μη της μοιάσουμε οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί παραθεωρώντας την ευαγγελική άσκηση, διαβάλλοντας τον φιλοκαλικό ησυχασμό και την εμπειρική θεολογία των αγίων Πατέρων, οι οποίοι έζησαν και δίδαξαν την πράξη, δηλαδή την ευαγγελική άσκηση ως «θεωρίας επίβασιν».
Πρωτοπρεσβύτερου π. Θωμά Α. Βαμβίνη
Comments